- υποβαστάζω
- μετ. подпирать; поддерживать (тж. удерживать от падения); крепить (горн.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποβαστάζω — ὑποβαστάζω ΝΜΑ στηρίζω από κάτω, υποστηρίζω (α. «οκτώ κίονες υποβαστάζουν την οροφή» β.«ὁ τράχηλος τρόπον κίονος ὑποβαστάζει τὴν κεφαλήν», Σχόλ. Νικ. Θηρ.) νεοελλ. συγκρατώ, στηρίζω κάποιον, συνήθως από τις μασχάλες, για να μην πέσει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
υποβαστάζω — βλ. πίν. 23 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποβαστάζω — υποβάσταξα, υποβαστάχτηκα, υποβασταγμένος 1. βαστάζω αποκάτω, στηρίζω κάτι κρατώντας το αποκάτω, υποστηρίζω: Η σκεπή υποβαστάζεται από δοκάρια. 2. μτφ., συγκρατώ κάποιον να μην πέσει, τον βοηθώ κρατώντας τον: Υποβάσταζαν το μεθυσμένο απ τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποβαστάξουσι — ὑποβαστάζω bear from under aor subj act 3rd pl (epic) ὑποβαστάζω bear from under fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβαστάζω bear from under fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβασταζομένων — ὑποβαστάζω bear from under pres part mp fem gen pl ὑποβαστάζω bear from under pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβαστάζει — ὑποβαστάζω bear from under pres ind mp 2nd sg ὑποβαστάζω bear from under pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβαστάζοντα — ὑποβαστάζω bear from under pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποβαστάζω bear from under pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβαστάζουσι — ὑποβαστάζω bear from under pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβαστάζω bear from under pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβαστάζουσιν — ὑποβαστάζω bear from under pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβαστάζω bear from under pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβασταζόμενος — ὑποβαστάζω bear from under pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβαστάζονται — ὑποβαστάζω bear from under pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)